πολύβλαστος

πολύβλαστος
-η, -ο, Ν
1. (για φυτό) αυτός που έχει πολλούς και ζωηρούς βλαστούς
2. (για τόπο) πλούσιος σε βλάστηση, χλοερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. νεό-βλαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολύβλαστος — η, ο αυτός που έχει πολλά βλαστάρια, κλωνιά: Κληματαριά πολύβλαστη σταφύλια φορτωμένη (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εριφυής — ἐριφυής, ές (Μ) πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής)] …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”