- πολύβλαστος
- -η, -ο, Ν1. (για φυτό) αυτός που έχει πολλούς και ζωηρούς βλαστούς2. (για τόπο) πλούσιος σε βλάστηση, χλοερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βλαστός (< βλαστάνω), πρβλ. νεό-βλαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.